- Τριοπίου
- Τριόπιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… … Dictionary of Greek
αμφικτιονία ή αμφικτυονία — Ένωση ανεξάρτητων γειτονικών πόλεων (περιοίκων) στην πρώιμη αρχαιότητα, η κυριότερη μορφή ένωσης στην οποία είχαν φτάσει οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Αρχικά, στην α. ανήκαν συγγενικές φυλές (έθνη τα ονόμαζαν οι αρχαίοι). Για να είναι σεβαστές αυτές… … Dictionary of Greek
Κνίδος — Αρχαία πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας, στην άκρη της Κνιδίας χερσονήσου, με την οποία την ένωνε ένας ισθμός, Α του ακρωτηρίου Τριοπίου. Ήταν αποικία των Σπαρτιατών και μέλος της δωρικής Εξάπολης. Περίπου το 390 π.Χ. η Κ. σύναψε συμμαχία με τη… … Dictionary of Greek